- λίμπρα
- ημετρολ. ιταλική μονάδα βάρους ίση με 1 χιλιόγραμμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. libra < μέσ. αγγλ. libra < λατ. libro «ζυγός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek